- αιμορραγής
- αἱμορραγής, -ὲς (Α)αυτός που αιμορραγεί, που πάσχει από ακατάσχετη αιμορραγία («ποδὸς αἱμορραγὴς φλὲψ» Σοφ. Φιλ. 825).[ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + -ρραγὴς < ἐρράγην, αόρ. β΄ τού ρ. ῥήγνυμι.ΠΑΡ. αιμορραγία, αιμορραγώ, αρχ. αἱμορραγώδης].
Dictionary of Greek. 2013.